Τον τέταρτο αιώνα π.Χ. ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης κατ' εντολή του δήμου της Μασσαλίας ταξίδεψε με μια πεντηκόντορο ανοιχτής θαλάσσης (βλ. παρακάτω εικόνα), επανδρωμένη με έμπειρο πλήρωμα, για να βρουν και να αγοράζουν μέταλλα, όπως κασσίτερο, ήλεκτρο, που δύσκολα βρισκόταν στην Ελλάδα.
Ιστορικά στοιχεία
Ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους τύπους φορτηγού πλοίου του 4ου αιώνα π.Χ. είναι το γνωστό πλέον στο κόσμο πλοίο της Κερύνειας, του οποίου το ναυάγιο έδωσε σήμερα την δυνατότητα να το ανακατασκευάσουμε και να γνωρίσουμε πώς ήταν αυτός ο χαρακτηριστικός τύπος πλοίου του Αιγαίου.
Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πλοία με δύο σειρές κουπιά (δίηρης) από την 2η χιλιετία π.χ. Δεν χρησιμοποιούσαν τις ορολογίες ''μονήρης'' ή ''δίηρης''. Τα έλεγαν ''ΔΙΚΡΟΤΑ'' γιατί έκαναν τον διπλό κρότο σε σχέση με τα άλλα καράβια με μία σειρά κουπιά. Την μόνη ορολογία που χρησιμοποιούσαν ήταν για την ΤΡΙΗΡΗ.
Τον 7ο αιώνα π.χ. ο Κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής κατασκεύασε την πρώτη τριήρη για λογαριασμό του τύραννου της Σάμου Πολυκράτη. Ήταν μια κατασκευαστική εξέλιξη της δίκροτου πεντηκοτνόρου (διήρης), προσθέτοντας αρχιτεκτονικά (χωρίς να αυξήσει το συνολικό ύψος) μία σειρά κωπηλατών. Έχει 2 ιστία, το κύριο στο κέντρο που είναι το μεγάλο και το μικρό κοντά στην πλώρη. Στην ίσαλο γραμμή, στην πλώρη, έχει ένα ορειχάλκινο έμβολο που χρησίμευε για τον εμβολισμό.
Την 7η χιλιετία π.χ. Πελασγοί κατασκεύασαν μικρά πλεούμενα αρχίζοντας να εξερευνούν τα παράλια και τα νησιά, το άγνωστο, το καινούργιο. Τρανή απόδειξη αυτού είναι η μεταφορά Οψιανού (το ατσάλι της εποχής) από την νήσο της Μήλου στο Φράχθι Αργολίδος για να κατασκευάσουν διάφορα κοπτικά εργαλεία. Είναι η πρώτη προσπάθεια ανθρώπου να διασχίσει τη θάλασσα κάνοντας και εμπόριο. Η ναυτική ιστορία έχει ήδη αρχίσει.
Αν και από την μια μεριά τα πλοία με την αρχαία τεχνική ήταν ελαφρά και διακρίνοντο από ιδιαίτερη σταθερότητα, από την άλλη η κατασκευή τους ήταν χρονοβόρα με αρκετές δυσκολίες και απαιτούσε πολύ εργατικό δυναμικό.
Το μπρίκι ΑΡΗΣ του του καπετάν Αναστάση Τσαμαδού έλαβε ενδοξότατο μέρος στον Αγώνα της ανεξαρτησίας απο τον οθωμανικό ζυγό. Είχε ναυπηγηθεί στη Βενετία το 1819 με το αρχικό όνομα...
Το ΣΕΜΠΕΚ, είναι ίσως το πιό γρήγορο και ευέλικτο σκάφος της Μεσογείου κατά τον 18ο αιώνα. Το ΣΕΜΠΕΚ προέρχεται από τη Βόρειο Αφρική την περίοδο του 17ου αιώνα.
Χαρακτηρίζεται συνήθως η ιστιοφορία σκάφους συνήθως τύπου «Καραβόσκαρο» με μικρή χωρητικότητα 60-70 κόρους και με δύο ιστούς που έφεραν τετράγωνα και τριγωνικά (στο πρυμναίο) ιστία. Τα μεγάλα πλοία της κατηγορίας αυτής ονομάζονταν "Μυοπάρωνες" ενώ τα μικρά «Μαρτηγάνες» (ή "Μαρτήγοι").
Το πριάρι είναι ένα οξύπρυμνο σκάφος με επίπεδο πυθμένα που χρησιμοποιείται στις λιμνοθάλασσες και στις εκβολές των ποταμών στη Δυτική Ελλάδα.
Το γατζάο ήταν ένα οξύπρυμνο και αρκετά φαρδύ σκάφος που χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους του Ιονίου πελάγους.
Υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία για το γατζάο πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι το γατζάο ήταν ο πιο διαδεδομένος τύπος στα ναυπηγεία της Κέρκυρας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η Τράτα είναι ένα αρκετά ιδιαίτερο σκαρί το οποίο στις αρχές και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα ήταν στο Αγαίο ένα πολύ γνωστό αλιευτικό σκάφος (ψαράδικο). Το ξύλινο στοιχείο στο πλωριό ποδόστημα, το οποίο έμοιαζε με έμβολο, ήταν και το κύριο διακριτικό της γνώρισμα.
Χαρακτηριστικός τύπος βάρκας που συναντάται ακόμα και σήμερα στην νήσο Λέσβο. Το όνομά του, προέρχεται από το υποκοριστικό του «Περάματος» καθώς παρουσιάζει κάποιες μορφολογικές ομοιότητες με αυτόν τον τύπο σκαριού.
Το ελλειψοειδές σχήμα της πρύμνης στο επίπεδο του καταστρώματος και η διπλή καμπυλότητα που παρουσιάζει το πλωριό ποδόσταμα, με κυρτό το κάτω και κοίλο το επάνω μέρος, είναι τα κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτόν τον τύπο ξύλινου παραδοσιακού σκάφους.
Το Τσερνίκι σκάφος οξύπρυμνο και οξύπλωρο θα μπορούσε να πεί κανείς ότι είναι συγγενικό με τα περάματα. Τσερνίκια κατασκευάζονταν κατα το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, στη Λέσβο, στη Σύρο, στη Σάμο, στη Σύμη, στη Ρόδο, στο Μοσχονήσι, ση Σμύρνη, στη Φω-καία, στη Χίο, στο Πέραμα και στη Σκόπελο. Συγκεκριμένα, στη Σύρο και στη Μύκονο τα Τσερνίκια λέγονταν και «μπελούδες» όπου το όνομα καθόριζε περισσότερο τη ιστιοφορία τους (σακολέβα), παρά το τύπο της γάστρας.
Ο «Βαρκαλάς» ανήκει σε ένα από τα δύο μεγαλύτερα σκαριά της εποχής μαζί με το καραβόσκαρο. Ήταν και αυτός ένας τύπος σκαριού που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου τον 19ο αιώνα, ενώ περιστασιακά έπλεαν στο Β. Αιγαίο από το 1915. Η ονομασία του θα πρέπει να συνδέεται με την λέξη "Barque" που τη συναντάμε και στην ναυτική παράδοση και άλλων χωρών.
Ο Υδραίικος βαρκαλάς αποτελούσε ένα είδος μικρού Βαρκαλά που κατασκευαζόταν και χρησιμοποιόταν από τις αρχές του 19ου αιώνα κυρίως στην Ύδρα ως σπαγγαλιευτικό σκάφος.
Η Θάλασσα του Μαρμαρά ήταν ουσιαστικά ένα ευρύτατο πέρασμα ψαριών. Οι κάτοικοι των νησιών και των παραλιακών περιοχών ζούσαν για αιώνες από το ψάρεμα των διερχόμενων ψαριών από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Μεσόγειο και αντίστροφα. Η "Σαντάλα" ήταν ένας από τους βασικούς τύπους ψαράδικων σκαφών της Θάλασσας του Μαρμαρά.
Ο τύπος πέραμα ανάγεται, σύμφωνα με τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους, στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους και είναι ειδικά σχεδιασμένος για τα μικρά και συχνά κύματα του Αιγαίου (Εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, 31/01/1999, ΧΑΡΑ ΚΙΟΣΣΕ).
Όταν αναφερόμαστε στη χανιώτικη γαίτα, αναφερόμαστε σε μία μικρή βάρκα που το μήκος της δεν ξεπερνούσε τα 10 μέτρα και κατασκευαζόταν στα Χανιά στις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικό του σκαριού αυτού είναι ότι τα ποδοστάματα πλώρης και πρύμνης δεν παρουσίαζαν καμπύλες, ενώ στην πρύμνη ένας μικρός τάκος στον οποίο κατέληγαν τα πίσω άκρα της κουπαστής, έδιναν περισσότερο ωφέλιμο χώρο.
Αν και η αρχαία τεχνική έχει εδώ και πολλούς αιώνες εκλείψει, στην Ινέπολη του Πόντου, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, επιβίωσε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο μοναδικός αυτός τρόπος ναυπήγησης γινόταν κυρίως από Ελληνες καραβομαραγκούς στους οποίους ανήκε και η πλειονότητα των ταρσανάδων της περιοχής (όπως άλλωστε και η οικονομική ζωή, μιας και περισσότερο από το 50% του πληθυσμού της περιοχής ήταν Ελληνες).
H Σκάφη ήταν ένα ιδιόρρυθμο είδος Ελληνικού σκαριού που κατασκευάζοταν κυρίως στο νησί της Σύμης τον 19ο αιώνα, γι' αυτό ήταν συνήθως γνωστές ως «συμιακές σκάφες». Το μήκος του καϊκιού έφτανε τα 15 μέτρα και το πλάτος δεν ξεπερνούσε τα 5 μέτρα. Είχε ίσο και κυρτό προς τα εμπρός πλωριό ποδόσταμα, που το μήκος του ήταν ίσο με το μήκος της καρίνας. Διέθεται σημαντικό βύθισμα και ικανή ιστιοφορία η οποία ήταν κυρίως αυτή της "Σακολέβας" με μία ή περισσότερες σταυρώσεις.
Tο τρεχαντήρι είναι ιστιοφόρο σκάφος και αποτελεί το κατ' εξοχήν Yδραίικο σκαρί. O πρώτος τύπος καϊκιού που ναυπηγήθηκε από τους Έλληνες ήταν το τρεχαντήρι. Σύμφωνα με τον Γ.Δ.Kριεζή το 1658 γύρισαν στην Yδρα ,μετά από ένα διάστημα αιχμαλωσίας τους από τους πειρατές, οι Δέντες, Kριεζής, Γκίκας, Γκιώνης κ.α. Δύο από αυτούς που είχαν μάθει την τέχνη στην Kρήτη, κατασκεύασαν τότε τα πρώτα τρεχαντήρια που εμφανίστηκαν στην Eλλάδα.