Η Μπομπάρδα (Βομβάρδα) ή Μπομπάρδα πολάκα ήταν ένα Ελληνικό σκάφος του 19ου και 20ου αιώνα, που οι Έλληνες ναυτικοί και συγγραφείς το ονομάζουν, κοινώς Μπομπάρδα ή Βομβάρδα, μέχρι περίπου την εποχή που τα σκάφη αυτά έπλεαν στις ελληνικές θάλασσες.
Νεότεροι συγγραφείς της ναυτικής μας παράδοσης προσέθεσαν την λέξη “πολάκα”, μετά το Μπομπάρδα, ακολουθώντας έτσι στην ορολογία τους ξένους συγγραφείς (Denham-Alan Moore), οι οποίοι με τον όρο αυτόν (polacca ή polacre) εξηγούν κυρίως την ιδιαίτερη αρματωσιά και ιστιοφορία αυτού του σκάφους, σύμφωνα με τη δική τους παράδοση και την ναυτική τους ορολογία. Ο Alan Moore στο βιβλίο του “The last days of must and sail, (1925), μας λέει ότι δεν μπόρεσε να διαπιστώσει αν κατά την εποχή που είδε Μπομπάρδες στο Αιγαίο, ήταν σε χρήση οι ονομασίες polacca ή polacre.
Στην πραγματικότητα οι ανωτέρω αναφερθέντες όροι έχουν μακρινή καταγωγή, η οποία στην πάροδο των αιώνων διατηρούνται στις ονομασίες των σκαφών και των ιστιοφοριών, ενώ τα ίδια τα σκάφη και οι ιστιοφορίες έχουν αλλάξει ριζικά και πλέον οι όροι αυτοί δεν ανταποκρίνονται ούτε στην αρχική μορφή της γάστρας, αλλά ούτε στον αριθμό και στο σχήμα των ιστίων.
Χρονολογική παρουσία του όρου Μπομπάρδα από Έλληνες συγγραφείς Ναυτικής Ιστορίας
Στο «Ναυτικό Ονοματολόγιο του 1884» , (Εθν. Τυπογραφίου-σελ. 176), διαβάζουμε ότι η Μπομπάρδα είναι το γολετόβρικο μυοπάρων.
Ο Η. Φ.Κανελλόπουλος στο «Ονοματολόγιο ιστιοφόρων του 1890», (σελ. 147) λέει: «Η Βομβάρδα, σκάφος επίσης Ελληνικόν μετά πλατείας και ορθής πρύμνης εξαρτώμενον άλλοτε ως μυοπάρων και άλλοτε ως ημιολία…»
Ο Γ. Ι. Κοτσοβίλλης στο βιβλίο του «Περί εξαρτισμού των πλοίων του 1919», (σελ.61 – 65) με τον τίτλο Μπομπάρδα (Bombarda) Λιβυρνίς, παρουσιάζει την ανάπτυξη ιστιοφορίας Μπομπάρδας σε γάστρα καραβόσκαρου. Ο νεοελληνικός όρος «Λιβυρνίς» του Κοτσοβίλλη έρχεται σε αντίθεση με τον Η. Φ. Κανελλόπουλο, ο οποίος στο ονοματολόγιό του (αν ωτέρω σελ. 146) λέει: «Λιβυρνίς είναι η μπελού, la peniche, πλοίον πολεμικόν κωπήρες και ιστιοφόρον συνάμα, έχον προς πρώραν έν μικρόν πυροβόλον και εξωπλισμένον δια δύο λατινίων», δημιουργείται έτσι σύγχυση περί του νεολληνικού όρου Λιβυρνίς. Ιστορικά, από τη Ρωμαϊκή εποχή, ο όρος Λιβυρνίς αναφέρεται στο μακρύ κωπήλατο πολεμικό σκάφος και όχι σε εμπορικό.
Ο Τρύφων Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του «Καράβια Καπετάνιοι και Συντροφοναύται 1800 – 1830» του 1954, εξηγεί την προέλευση του όρου Μπομπάρδα από ένα συγκεκριμένο όπλο με το οποίο όπλιζαν τα πλοία της εποχής. Συγκεκριμένα αναφέρει:
- Σελ. 240: «Μπομπάρδα (bombardes), βαρύς όλμος εν χρήσει εις τα ολμοφόρα πλοία», αλλά και την γενίκευση του όρου Μπομπάρδα και σε άλλα πλοία του αγώνος 1821 σε επόμενες σελίδες.
- Σελ. (147): «Αι βρικογολέται ήσαν συνηθέστερος τύπος ανά τας Ελληνικάς θαλάσσας κατά την εποχή του Αγώνος και ιδιαιτέρως εις Σπέτσας εξωπλισθείσαι εις πολεμικά και συνοπτικώς επίσης βρίκια αποκαλούμεναι, έτι δε καταχρηστικώς βομβάρδαι, μαρτήγοι, ή μαρτιγάνες, έτι δε και λόβερ…».
- Σελ. (163): «Μπομπάρδα (bombarda) το ολμοφόρον σκάφος, συνήθως δια προσβολήν οχυρών από αβαθών. Ήσαν αύται μυοπάρωνες, δίστηλα σκάφη με σταυρώσεις εις τον ακάτιον και ημιόλιον εις την μεγίστην , δι ό και οι κοινοί μυοπάρωνες μπομπάρδες αποκαλούντο».
- Επίσης τους όρους Πολάκα και Βομβάρδα, βρίσκουμε σε καταλόγους και λιμενικά κατάστοιχα.
Στο βιβλίο του Ν. Βλασσόπουλου “Ιόνιοι Έμποροι και Καραβοκύρηδες στη Μεσόγειο 16ος – 18ος αι.” μεταξύ άλλων σκαφών αναφέρονται πολάκες μέχρι τον 18ο αι. με βάση ναυτηλιακά έγγραφα κυρίως της Βενετίας, Φλωρεντίας, και Ιονίων νήσων.
Επίσης στο βιβλίο “Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία” της Ε.Τ.Ε. με βάση ενετική προξενική έκθεση. Σε κατάλογο ιστιοφόρων της Χίου αναφέρονται 32 σκάφη ως Βομβάρδα χωρίς να διευκρινίζεται αν αφορά γάστρα ή ιστιοφορία, διότι σ΄αυτό το κατάλογο τα σκάφη αναφέρονται άλλοτε ως τύπος γάστρας π.χ, τρεχαντήρι, πέραμα και άλλοτε ως τύπος ιστιοφορίας π.χ. Λόβερο, μπρίκι, γολέτα, κ.λπ…..η γνωστή ασάφεια της εποχής εκείνης.
Συμπερασματικά, για τον Ελλαδικό χώρο, βλέπουμε ότι αρχικά ένα σκάφος χαρακτηρίζεται ως Μπομπάρδα από το όπλο που φέρει. Αλλά επειδή αυτά τα σκάφη είχαν σταυρώσεις στο πλωριό άλμπουρο θα ονομαστούν καταχρηστικώς και άλλα σκάφη (ανεξαρτήτως οπλισμού) ως Μπομπάρδες, ενώ είναι βρικογολέτες ή μυοπάρωνες.
Ο όρος Μπομπάρδα θα διατηρηθεί και μετά την επανάσταση του 1821 (όταν πια θα έχει εκλείψει ο οπλισμός) στα εμπορικά σκάφη, αλλά όχι σε όλα τα σκάφη με σταυρώσεις στο πλωριό άλμπουρο. Όπως θα δούμε παρακάτω, μόνο σε αυτά που παρουσιάζουν μία ιδιαιτερότητα στην θέση του πλωριού άλμπουρου, του ύψους αυτού, τα μήκη των αντενών του, καθώς και του τρόπου διευθετήσεώς τους, σε μία χαρακτηριστική γάστρα. Η δε ονομασία των σκαφών ως polacca αναφέρεται μόνο κατά τον 18ο αιώνα.
POLACCA ή POLACRE
(η προέλευση και η σημασία τους)
Σχέδια πλοίων με τον τίτλο POLACRE εντοπίζονται από τον 17ο αιώνα, όπως το χαρακτικό του Jean Jouve το 1679 και το σχέδιο Polacre του Lescallier στο βιβλίο του “Vocabulaire des termes de marine” (1777) fig.211 pl.21 part2o.
Tο πρώτο και παλαιότερο του 17ου αιώνα σχέδιο Polacre είναι σκάφος τρίστηλο με λατίνι στον κεκλιμένο προς τα εμπρός πλωριό του ιστό. Η γάστρα του σκάφους είναι η κοινή της εποχής, όμοια με άλλους τύπους σκαφών, όπως το Bargue (Bark) ή το Pingue (ελλην. Πίγκος).
Στο 2ο σχέδιο (18ος αιώνας) το τριγωνικό πανί (λατίνι) στο πλωριό άλμπουρο έχει αντικατασταθεί από σταυρώσεις.
Με τον όρο Polacre αποδίδεται στα γαλλικά το πλωριό λατίνι και κατ’ έπέκταση στην ιστιοφορία του σκάφους, αλλά και το ίδιο το σκάφος. Έτσι εξηγείται πως το πανί "Polacre" ως όρος αναφερώμενος σε σκάφος, θα διατηρηθεί ακόμα και κατά τον 18ο αιώνα. Τότε από το σκάφος θα αφαιρεθείτο πλωριό λατίνι και θα γίνει σκάφος με τρία (3) μεγάλα κατάρτια, όπου το πλωριό και το μεσαίο έφεραν τετράγωνα πανιά, ενώ το πρυμιό φέρει λατίνι ή Ράντα και από πάνω σταύρωση. Η προοδευτική αυτή αλλαγή, από λατίνι σε τετράγωνα πανιά επιβλήθηκε, λόγω της δυσκολίας αλλά και του αυξημένου προσωπικου του χειρισμού αυτών.
Όμοιος τύπος σκάφους, με το Polacre, είναι το Bargue (Bark), με την μόνη διαφορά πως το Bark φέρει και κουπιά.
Η Γαλλική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια όπως και ο Lescallier (σελ. 260), λένε ότι στο σκάφος Polacre τα δυο κύρια κατάρτια είναι μονοκόμματα, χωρίς θωράκια (κόφες) ή δίζυγα (κουρζέτα) και τα ονομάζουν “pible” (στην ελληνική κοινή ναυτική ονοματολογία ακούγονται ως πίμπιλα ή μπίμπιλα). Ο Η. Φ. Κανελλόπουλος (σελ. 145) τα αναφέρει ως: “στηλιδωτόν το έχον τους ιστούς επιβόλους, ήτοι ανευ καρχησίων και διζύγων”.
Το μεγάλο πλεονέκτημα των άλμπουρων αυτών είναι ότι μπορούν να κατεβάσουν τις αντένες τους πολύ γρήγορα σε περίπτωση απότομης έντασης του ανέμου . Ο τρόπος αυτός λέγεται “Amener en paquet” δηλ. μάϊνα σε πακέτο (υποστέλλω σε πακέτο). Υπάρχουν βέβαια και μειονεκτήματα σ΄αυτή την ιστιοφορία, γιατί το άλμπουρο είναι πολύ ευαίσθητο στο επάνω μέρος του και όταν σπάσει ψηλά, πρέπει να κατεβεί ολόκληρο και να κατασκευασθεί από την αρχή. Σε αντίθεση τα κατάρτια που αποτελούνται από τρία (3) μέρη, αυτά είναι αναλόγως πιο χονδρά και πιο χαμηλά.
Στη Γαλλική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια και στον Lescallier (σελ. 224) βλέπουμε ότι οι Γάλλοι, αντί του όρου Βομβάρδα αρχικά έδωσαν σε σκάφη καταχρηστικά τον όρο “Galiote a bombes” από το 1672, αντιγράφοντας τα αντίστοιχα σκάφη που οι Ολλανδοί ονομάζουν “galiot” (galliot).
Τα εικονιζόμενα σκάφη με τίτλο “Galiote a bombes” δεν έχουν σχέση με την κωπήλατη γαλιότα, αλλά είναι δίστηλα με το πλωριό άλμπουρο αρκετά πίσω, είναι μονοκόμματα, με σταυρώσεις οι οποίες κατεβαίνουν ως τα ξάρτια του τρίγκου και με το μικρότερο πρυμνιό άλμπουρο να φέρει αντένα λατινιού αλλά και σταύρωση. Οι διαστάσεις που δίδονται μιας τέτοιας Βομβάρδας, είναι ολικό μήκος 75 και πλάτος 24 γαλλικά πόδια. Την ίδια εικόνα ενός τέτοιου σκάφους με τον τίτλο Bomb Ketch βρίσκουμε και στο βιβλίο του D.Steel: “The elements and practice of Rigging and Seamanship” (1794). Οι δε άλλες εικόνες Polacre, Bark κ.λπ .του ιδίου και τα σχετικά κείμενα που συνοδεύουν τα σχέδια, δεν διαφέρουν από τα γαλλικά κείμενα και εικόνες.
Οι λοιπές ερμηνείες των όρων polacca- polacre ως εκ του αγγλικού όρου για το μονοκόμματο άλμπουρο (pole mast), ή της πιθανής εισαγωγής των ιστών από την Πολωνία, ακόμα και εκ του ελληνικού “πολλαί άκραι” κ.α. είναι νεώτερες και δεν έχουν βάση στις αρχικές γραπτές μαρτυρίες.
Σε ότι αφορά τον ελλαδικό χώρο, τρίστηλες πολάκες είναι γνωστές από τις ζωγραφικές εικόνες του A. Roux, στις αρχές του 19ου αιώνα. Στην “Bella Aurora” (1801), τα δυό μεγάλα άλμπουρα (πλωριό και μεσαίο) είναι μονοκόμματα με τρεις (3) σταυρώσεις το καθένα. Αυτές οι σταυρώσεις, όπως καθαρά φαίνονται στον πίνκα του σκάφους, μπορούν να κατέβουν μέχρι τα ξάρτια του τρίγκου (1η σταύρωση από κάτω). Το πρυμνιό και μικρότερο άλμπουρο φέρει ράντα και από πάνω δύο σταυρώσεις. Το σύνολο δηλ. της ιστιοφορίας τους είναι όμοιο με το σχέδιο Polacre του Lescallier (fig.211), με την μόνη διαφορά ότι στο σχέδιο αυτό το πρυμνιό άλμπουρο έχει κάτω λατίνι αντί ράντας. Οι Έλληνες κατά τον Αγώνα του 21, εξόπλισαν τις εμπορικές τους πολάκες (πουλάκες ακόμα και Ναβέτες καλούμενες) χρησιμοποιώντας τις σε ναυτικές επιχειρήσεις.
Τελευταία μορφή ιστιοφορίας Μπομπάρδας στον Ελλαδικό χώρο
(19ος-αρχές 20ου αιώνα)
Με την πάροδο των αιώνων, σκάφη και αρματωσιές τροποποιούνται (προσαρμόζονται) στις απαιτήσεις για την χρήση τους, αλλά πάντοτε τα σκάφη που αναφέρονται ως Βομβάρδες ή Polacca- Polacre διατηρούν το αρχικό χαρακτηριστικό της αρματωσιάς τους. Αυτό είναι τα μονοκόμματα άλμπουρα με σταυρώσεις, τα οποία δίνουν την δυνατότητα στις πάνω αντένες να κατέβουν γρήγορα. Την περίοδο αυτή στον ελλαδικό χώρο η αρματωσιά αυτή συνδυάζεται με ένα σκάφος με μια ιδιαίτερη γάστρα, με ευθύ γερμένο εμπρός πλωριό ποδόσταμο και με κοντό αλλά πλατύ καθρέφτη στην πρύμνη, που ονομάζονταν και αυτό Μπομπάρδα.
Οι ελληνικές Βομβάρδες της τελευταίας περιόδου των ιστιοφόρων, είναι δίστηλα σκάφη. Έχοντας αφαιρέσει το πλωριό άλμπουρο, παρουσιάζουν αυτή την ιδιαίτερη αρματωσιά που βλέπουμε στις ζωγραφικές εικόνες και φωτογραφίες, με την μεγάλη απόσταση του "πλωριού" άλμπουρου από την πλώρη. Δίνουν έτσι την εντύπωση, ότι το μεγάλο άλμπουρο έμεινε στη θέση του (σχεδόν στη μέση του σκάφους) και έγινε πλέον πλωριό, διατηρώντας όμως την ίδια αρματωσιά των προηγουμένων αιώνων. Αυτό ακριβώς μας περιγράφει και ο Alan Moore στο βιβλίο του: “The last days of mast and sail” (1925) σελ. 54 – 55. Ο ίδιος αναφέρει τα σκάφη αυτά ως polaccas-polacres και polacca brigantine: “Όταν είναι αγκυροβολημένα οι αντένες των επάνω πανιών, κατεβαίνουν μέχρι την αντένα του τρίγκου, έτσι ώστε όταν κοιτάς το πλωριό κατάρτι να βλέπεις πιο πάνω από την αντένα του τρίγκου να σχηματίζουν μια ομάδα οι αντένες της γάπιας και του παπαφίγκου. Η διευθέτηση προβληματίζει και πέφτει στο μάτι αμέσως.
Δεν υπάρχουν μαντέκια για την αντένα του παπαφίγκου. Όταν τα κατεβάζουν, τα σταθεροποιούν για να μην μετακινούνται με τα αντίστοιχα μαντέκια της αντένας της γάπιας. Στην κορυφή του πλωριού άλμπουρου προσαρμόζονται τρεις πρότονοι και καταλήγουν στο μπομπρέσο και το μπαστούνι. Η διάταξη αυτή επιτρέπει να κατέβουν οι αντένες όπως αναφέρεται. Το μπαστούνι είναι πολύ μακρύ και ορισμένες φορές προεκτείνεται τόσο όσο και η απόσταση του πλωριού ιστού από το πίσω μέρος του πλωριού ποδοστάματος”.
Ο Alan Moore συνοδεύει τις παρατηρήσεις του με τρία σκίτσα τις fig.36,37,38.
Τα σχέδια αυτά και το διαρκώς συμπληρούμενο φωτογραφικό αρχείο του, “Naftotopos” στις δύο κατηγορίες του (σκάφη – ιστιοφορίες) για την Μπομπάρδα, συμφωνούν ακριβώς με τα αναφερόμενα του Alan Moore.
Ο Γ.Ι. Κοτσοβίλλης στη σημείωση β΄ του βιβλίου του (σελ. 65) γράφει: “Όταν το πλοίον είναι μεγαλύτερον από 50 πόδια, είναι καλόν να κάμωμεν τες γάπιες διπλές, των οποίων την ευκολίαν γνωρίζουν όλοι οι ναυτικοί”.
Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Alan Moore λέγοντας ότι διαπίστωσε λίγες Βομβάρδες με ενιαία γάπια (μονή). Σε αυτά τα σκάφη οι αντένες του παπαφίγκου και της γάπιας κατεβαίνουν μέχρι εκεί που τους επιτρέπει ο στάντζος (πρότονος), λίγο πάνω από την αντένα του τρίγκου, με τον ίδιο τρόπο δηλ. που γινόταν και στις Πολάκες του 18ου αιώνα. Τα σκάφη που έχουν διπλές γάπιες έχουν σταθερή την αντένα της κάτω γάπιας με σιδερένια ντρότσα, που κρατά την αντένα της κάτω γάπιας μαζί με τις αντένες της άνω γάπιας και του παπαφίγκου σε μια απόσταση από την αντένα του τρίγκου.
Στο ύψος της σιδερένιας ντρότσας πιάνουν τα μαντέκια της αντένας του τρίγκου. Μαντέκια έχει και η αντένα της άνω γάπιας, ενώ η αντένα της κάτω γάπιας και του παπαφίγκου δεν έχουν. Σταθεροποιούνται από τις αντένες του τρίγκου και της άνω γάπιας που έχουν. Το μονοκόμματο άλμπουρο φέρει ιδιαίτερα μεγάλες αντένες για την άνω γάπια και παπαφίγκο, έτσι ώστε η ιστιοφορία του σκάφους να έχει μεγάλη οριζόντια ανάπτυξη, από πάνω έως κάτω, χωρίς να έχει μεγάλο ύψος.
Η ιστιοφορία αυτή της Μπομπάρδας, επειδή θεωρήθηκε πολύ καλοτάξιδη, σταθερή και ασφαλής ακόμα και σε συνθήκες τρικυμίας, εφαρμόσθηκε σε διάφορους τύπους ελληνικών σκαφών. Έτσι σε παλιές φωτογραφίες την συνατάμε να φέρεται από Τρεχαντήρια, Περάματα αλλά και "Μπομπάρδες" (γάστρα).
Πίνακας Α. Γλύκας Ν.Μ. Χίου
Το σκαρί (γάστρα) της Μπομπάρδας
Στην τελευταία εκδοχή της Μπομπάρδας κατά τον 19ο και αρχές 20ου αιώνα, το σκάφος έχει πάρει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα στον ελληνικό χώρο, διαφορετικό από κάθε προηγούμενη εκδοχή και συνδυάζει την ιστιοφορία τύπου Πολάκα με μία ιδιαίτερη γάστρα. Το σκαρί (γάστρα) ονομάζεται και αυτό Μπομπάρδα και διακρίνεται από το ευθύ και με μεγάλο λάντζο του πλωριού ποδοστάματος, τον κοντό αλλά αρκετά πλατύ άβακα (τάκο) της πρύμνης, ο οποίος σε αρκετές διασωθείσες φωτογραφίες φέρει σκαλιστά στολίδια ,όπως στην περίπτωση του “Νήσος Χίος”.
Το παραπέτο στην πλώρη έχει και αυτό ένα ιδιαίτερο διακοσμημένο μαδέρι που ορίζεται με το τσιμπουκάκι περιμετρικά ή και με διαφορετικό χρώμα. Η γενική εικόνα του σκάφους είναι πολύ όμορφη, που κάνουν τον Alan Moore να γράψει ότι όλα είναι γοητευτικά όπως ένα ωραίο παιχνίδι ή μοντέλο πλοίου και αυτή η γοητεία μεγαλώνει με τα στολίδια τους και τα φωτεινά χρώματά τους.
Στην ελληνική βιβλιογραφία οι Μπομπάρδες γενικά θεωρούνται μικρά ή μεσαία σκάφη. Ο Γ. Ι.Κοτσοβίλλης το προσδιορίζει στα 15 μέτρα περίπου, όπως επίσης ο Αντωνίου στα 15,50μ., ενώ έχει και ένα δεύτερο στα 18,89μ. Ο Alan Moore εκτίμησε μία Μπομπάρδα στα 63 πόδια (19,20μ). Ενώ όλοι θεωρούν ότι το τοννάζ (η μεταφορική ικανότητα του σκάφους) έφθανε το πολύ τους 200 τόνους, ωστόσο, φωτογραφίες από το Αρχείο του “Naftotopos” δείχνουν ότι υπήρξαν και πολύ μεγαλύτερες Μπομπάρδες. Το ίδιο διαπιστώνεται και στον κατάλογο καταγεγραμμένων ιστιοφόρων της Χίου από το βιβλίο του Άγγ. Αγγελιδάκη: “Οι Καρδαμυλίτες του πελάγους (1998)”.
- “Η Βομβάρδα του Γεωργιλή Δ. Ιωάννη 600 τόνων το 1875”
- “Η Βομβάρδα Ταξιάρχης του Τσαρούχα Νικολάου 300 τόνων το 1919”
- “Η Βομβάρδα του Τσιρλή Νικολάου 300 τόνων”
- “Η Βομβάρδα του Μέλισσα Κων /ντίνου 250 τόνων το 1892”
- “Η Βομβάρδα Λίζα του Καράβολου Κωνσταντή 220 τόνων”
- Τα ανωτέρω δείχνουν ότι υπήρξαν και πολλές μεγάλες Βομβάρδες.
Την χαρακτηριστική μορφή της γάστρας μιας Μπομπάρδας και την εντύπωση που έδινε στον θεατή της ,μας μεταφέρει και ο Φώτης Κόντογλου στο απόσπασμα από το βιβλίο του: “Θάλασσες , καϊκια και καραβοκύρηδες” (1978) σελ. 81. “Λίγο μακρύτερα από τα πολλά καράβια ,ήτανε τραβηγμένη έξω μία Μπομπάρδα, με φαρδιά κοιλιά. Η λοξή πλώρη της φάνταζε σαν τη μασσέλα κανενός θεριόψαρου. Η κοιλιά της , η φουσκωμένη έριχνε πυχτόν ίσκιο, μέσα στη κάψα του μεσημεριού……”.
Με βάση την παραπάνω έρευνα και με την βοήθεια του φωτογραφικού αρχείου του naftotopos.gr, κατασκέυσα και το εικονιζόμενο στην παρακάτω φωτο μοντέλο της Μπομπάρδας και το οποίο θα παρουσιασθεί αναλυτικά σε επόμενο χρόνο.
Ευχαριστώ
Γεώργιος Ι. Μπουζούνης 2023
Ευχαριστίες
Θα ήθελα να ευχαριστήσω για την βοήθειά τους Θανάση Γιαννίκο (naftotopos) και Denis Gaille για τις μεταφράσεις ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας
Βιβλιογραφία
- “Ονοματολόγιον Ναυτικόν 1884”
- “Ονοματολόγιον ιστιοφόρων 1890” Η. Φ. Κανελλόπουλου
- “Περί εξαρτισμού των πλοίων” 1919 Γ.Ι. Κοτσοβίλλη
- “Έρευνα επί των Ναυπηγικών δεδομένων των Ελληνικού τύπου σκαφών” 1969 Α.Αντωνίου
- “Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία” Ε.Τ.Ε. 1972
- “Τα ελληνικά ιστιοφόρα καϊκια του 2ου αιώνα”1993 Κ.Δαμιανίδης-Τ. Λεοντίδης
- “Ναυπηγική και πλοία της Αν. Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας κατά τον 18o και 19ο αιώνα” 1995
- “Οι Καρδαμυλίτες του πελάγους” 1998 Άγγελος Αγγελιδάκης
- “Ιόνιοι Έμποροι και Καραβοκύρηδες στη Μεσόγειο 16ος – 18ος αι.” Ν. Βλασσόπουλος 2001.
- “Γαλλική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια”
- “Vocabulaire des termes de marine” 1777 D. Lescallier
- “Τhe Elements and Practice of Rigging and Seamanship” 1794 D. Steel
- “Τhe last days of mast and sail” 1925 Alan Moore